- σαμάριο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sm· ανήκει στην οικογένεια των σπάνιων γαιών, έχει ατομικό αριθμό 62, ατομικό βάρος 150,43 και επτά σταθερά ισότοπα. Το ανακάλυψε, το 1879, ο Πωλ - Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμπωντράν (1838-1912) στο ορυκτό σαμαρσκίτη και το απομόνωσε σε καθαρή κατάσταση ο Ντεμαρκαί, το 1901. Παρασκευάζεται με ηλεκτρόλυση του τετηγμένου άνυδρου χλωριούχου του ή με θερμοαναγωγή με μαγνήσιο του οξειδίου. Λαμβάνεται καθαρό με απόσταξη υπό κενό του οξειδίου του με μεταλλικό λανθάνιο και συμπύκνωση. Είναι μέταλλο φαιό - λευκό με σημείο τήξης 1052°C και ειδικό βάρος 7,54· είναι λίγο ραδιενεργό. Η ραδιενέργεια του οφείλεται στο ισότοπο Sm147, που δίνει μια ασθενή εκπομπή σωματίων α (περίοδος υποδιπλασιασμού 1.400 δισεκ. έτη). Από το σ. προκύπτουν δύο σειρές αλάτων, τα οποία συμπεριφέρονται ως τρισθενή και δισθενή.
Το σ. χρησιμοποιείται για την παρασκευή τεχνητών ουσιών που φωσφορίζουν ως χρωστική ύλη στην κεραμική και ως καταλύτης σε μερικές οργανικές αντιδράσεις.
* * *το, Ν1. χημ. μεταλλικό χημικό στοχείο μετάπτωσης, με σύμβολο Sm και ατομικό αριθμό 62, που ανήκει στην σειρά τών λανθανιδών τής ΙΙΙ b ομάδας τού περιοδικού συστήματος2. φρ. «φαινόμενο σαμαρίου»φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στην πτώση τής δραστηριότητας ενός πυρηνικού αντιδραστήρα θερμικών ηλεκτρονίων, λόγω της παρουσίας, μεταξύ τών προϊόντων τής σχάσης, τού ισοτόπου τού σαμαρίου Sm-149 που απορροφά τα νετρόνια χαμηλών ενεργειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. samarium < γαλλ. samar-skite (βλ. σαμαρσκίτης) + νεολατ. κατάλ. ium].
Dictionary of Greek. 2013.